- κοτζαμάνης
- και γκοτζαμάνης, ογιγαντιαίος, τεράστιος, πελώριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτζαμάνης — ο (λ. τουρκ.), πολύ μεγάλος, γιγαντιαίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοτζάμ — και κοτζάμου άκλιτο επιθετικό πρόθημα που προσδιορίζει ουσιαστικά, στα οποία δίνει την έννοια τού μεγάλου, τού ογκώδους («κοτζάμ άντρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koca m, συντετμ. τ. τού kocaman «πολύ μεγάλος, πελώριος» (> κοτζαμάνης*)] … Dictionary of Greek